Η πανδημία επέφερε σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στην πρωτογενή παραγωγή και στη
μεταποίηση τροφίμων. Οι δύο αυτοί κλάδοι είναι γνωστό ότι συνεισφέρουν δυνατά τόσο
στο ΑΕΠ της χώρας, όσο και στις εξαγωγές και την απασχόληση. Δε μπορούμε δηλαδή να
βλέπουμε χωριστά την αγροτοβιομηχανία από την πρωτογενή παραγωγή.
Εφόσον από το 2012, δεν υπάρχει πλέον η Αγροτική Τράπεζα η οποία στήριζε με
ρευστότητα την πρωτογενή παραγωγή, μόνο εργαλείο χρηματοδότησης πλέον αποτελεί η
ΚΑΠ. Ναι, είναι χρήματα, είναι όμως και δεσμεύσεις, είναι και κατεύθυνση πολιτική. Δε
μπορούμε επομένως να υιοθετήσουμε σαν μόνη εθνική πολιτική την κατεύθυνση της
Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.
Είμαστε από τις πρώτες χώρες σε εγκατάλειψη ή συγκέντρωση αγροτικής γης, υπάρχει
δηλαδή μία τάση αστικοποίησης και εγκατάλειψης της υπαίθρου, η οποία ενισχύεται ακόμη
περισσότερο από την κλιματική αλλαγή, της οποίας θύμα είναι ο αγρότης. Αυτό είναι ένα
σοβαρό ζήτημα στο οποίο πρέπει να ενσκύψουμε με προσοχή και να κάνουμε ως χώρα τον
σχεδιασμό για τα επόμενα χρόνια.
Ο Έλληνας παραγωγός έχει να αντιμετωπίσει συν τοις άλλοις και το αυξημένο κόστος
παραγωγής. Ας γνωρίζουμε όμως όλοι ότι το κόστος παραγωγής είναι συμπιεστό μέχρι ενός
σημείου. Από εκεί και πέρα, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής παραγωγής δε μπορεί
να συμπιέζεται επ' απείρον. Δε μπορεί να φτάσει δηλαδή σε επίπεδα γειτονικών ή κάποιων
άλλων ανατολικών χωρών.
Αν λοιπόν η Ελλάδα θέλει να συνεχίσει να παράγει τροφή, πρέπει να συμφωνήσουμε σε
εκείνο το μοντέλο παραγωγής, εργαλειοποιώντας την ΚΑΠ, που θα αναδεικνύεται από το
συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας που δεν είναι άλλο από τα ποιοτικά μας προϊόντα,
με τη μεγάλη διαφοροποίησή τους -ποικιλία ΠΟΠ και ΠΓΕ. Αυτή η ποικιλομορφία μάς
δίνει λίγα σε ποσότητα αλλά εξαιρετικής ποιότητας προϊόντα. Αυτό είναι το μοντέλο στο
οποίο πρέπει να συμφωνήσουμε.
Για να παρακολουθήσετε το βίντεο της ομιλίας, ακολουθήστε το παρακάτω link:
https://www.facebook.com/100001576247270/videos/4459808787414952/